- ἐξαλείφεται
- ἐξαλείφωplasterpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
ανεξίτηλος — η, ο (Α ἀνεξίτηλος, ον) ανεξάλειπτος, άσβηστος (ιδίως για χρώματα ή γράμματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αρχ. εξίτηλος (< έξειμι) «αυτός που εύκολα εξαλείφεται»] … Dictionary of Greek
αντιστάθμιση — Στην τεχνολογία, α. ονομάζεται μια διαδικασία ή διάταξη (αντισταθμιστική) με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη συγκεκριμένης ενέργειας που δεν είναι επιθυμητή. Η λειτουργία πολλών οργάνων και συσκευών αλλοιώνεται για παράδειγμα, από τις… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δυσεξάλειπτος — η, ο (AM δυσεξάλειπτος, ον) αυτός που εξαλείφεται δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσκατάσβεστος — δυσκατάσβεστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα σβήνεται 2. αυτός που δύσκολα εξαλείφεται … Dictionary of Greek
δύσνιπτος — δύσνιπτος, ον (Α) αυτός που εξαλείφεται δύσκολα με το πλύσιμο … Dictionary of Greek
ευέκνιπτος — εὐέκνιπτος, ον (Α) (για χρώμα) αυτός που εξαλείφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ νιπτος (< εκ νίζω «εξαλείφω»)] … Dictionary of Greek